Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λόγιος -α -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λόγιος, επίθ.
  • 1)
    • α) Μορφωμένος, καλλιεργημένος:
      • (Πτωχολ. P 7), (Μαχ. 59817
    • β) (προκ. για πόλη) πλούσιος σε πνευματική ιστορία:
      • (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) ΙΙ 36).
  • 2) Επιφανής, διακεκριμένος:
    • (Ερμον. Δ 78).
  • 3) Που έχει την ικανότητα να μιλεί, ευφραδής:
    • από τα ζώα τ’ άλαλα λόγιον τον ονομάζου (ενν. τον άνθρωπο) (Πρόλ. εις έπαινον Κεφαλλην. 34).
  • Η λ. ως παρων.:
    • (Έκθ. χρον. 3517), (Ιστ. πατρ. 12615).

[αρχ. επίθ. λόγιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λόγιος -α -ο [lójios] Ε6 : 1. που είναι πνευματικά καλλιεργημένος, που διαθέτει μόρφωση, παίδευση, ευρυμάθεια: Λόγιοι συγγραφείς και ποιητές. ΦΡ ~ Ερμής, ως μετωνυμία για τα γράμματα και τις επιστήμες. || (ως ουσ.) ο λόγιος, άνθρωπος των γραμμάτων: Οι Έλληνες λόγιοι της διασποράς. Aνήκε / σύχναζε σε κύκλο λογίων. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στον έντεχνο, στον καλλιεργημένο (γραπτό) λόγο (σε αντιδιαστολή προς το λαϊκό): Λόγια παράδοση. Λόγια κείμενα. Λόγια προέλευση μιας λέξης, που δημιουργήθηκε μέσα στη νεότερη λόγια παράδοση ή πρόκειται για λόγιο δανεισμό από παλαιότερες περιόδους της γλώσσας. Λόγια λέξη: α. που έχει λόγια προέλευση. β. που έχει λόγια χρήση.

[λόγ. < αρχ. λόγιος `μορφωμένος΄ & σημδ. αγγλ. learned & γαλλ. érudit]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες