Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λόγγος ο [lóŋgos] Ο18 : πυκνό θαμνώδες δάσος: Zώα του βουνού και του λόγγου.
[μσν. λόγγος < σλαβ. log(ŭ) -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- λόγγος ο· λογγός.
-
- Πυκνό δάσος:
- (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 166215)·
- εις τα δάση και λογγούς είσαι (ενν. λύκε) κατακρυμμένος (Διήγ. παιδ. 841).
[<παλαιότ. σλαβ. logᾰ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 11. αι. και σήμ.]
- Πυκνό δάσος: