Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λωλός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λωλός, επίθ.· λουλός.
  • 1) «Τρελός» (σε καταχρηστική χρησιμοποίηση της λ.):
    • Υιέ μου, όπου θυμώνεται πολλά και υπέρ το μέτρον, μόνος του γίνεται λωλός (Κομν., Διδασκ. I 236).
  • 2)
    • α) Ανόητος:
      • κάποιος … αναθεματισμένος, λωλός, μωρός, κενόδοξος … εσήκωσε τον πόλεμον (Ιστ. Βλαχ. 238
    • β) απερίσκεπτος:
      • η πεθυμιά η λωλή (Ερωτόκρ. Ά 343
      • … στη νιότη τη λωλή (Ροδολ. Β́ 19
    • γ) αφελής:
      • Λωλότεροι όσοι αθάνατοι λογιάζου ν’απομείνου, σαν κάμου κέρδητα πολλά (Ερωφ. Πρόλ. 37
    • δ) (προκ. για γέρο) ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης:
      • (Φορτουν. Δ́ 356).

[<μτχ. παρκ. ολωλώς του αρχ. όλλυμαι με μεταπλ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λωλός -ή -ό [lolós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που διανοητικά δε στέκει καλά, τρελός, μουρλός, παλαβός αλλά και ανόητος, απερίσκεπτος: M΄ αυτό το λωλό που μπλέξαμε, θα ΄χουμε κακά ξεμπερδέματα. || Άρχισε τα λωλά του πάλι, τις τρέλες του. λωλά ΕΠIΡΡ.

[μσν. λωλός < αρχ. ὀλωλώς μππ. του ρ. ὄλλυμαι `καταστρέφομαι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε άρθρο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες