Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυόμενος -η -ο [liómenos] Ε5 : που έχει τη δυνατότητα να συναρμολογείται και να αποσυναρμολογείται: Λυόμενα σπίτια / σχολεία. Λυόμενες κατασκευές. || (ως ουσ.) το λυόμενο, για κτίσμα: Οι σεισμοπαθείς θα εγκατασταθούν προσωρινά σε λυόμενα. Tο πρώτο λύκειο στεγάζεται ακόμη σε λυόμενο.
[λόγ. μπε. του λύω]