Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυχνοστάτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυχνοστάτης ο [lixnostátis] Ο10 : στήριγμα πάνω στο οποίο τοποθετείται το λυχνάρι.

[λόγ. < αρχ. λυχνοστάτης]

[Λεξικό Κριαρά]
λυχνοστάτης ο.
  • Υποστήριγμα λυχναριού:
    • βάνει (ενν. τον λύχνον) εις τον λυχνοστάτην (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ιά 33).

[<ουσ. λύχνος + ‑στάτης. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες