Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυχνία η [lixnía] Ο25 : φωτιστικό όργανο, λαμπτήρας, λάμπα: Hλεκτρική / ενδεικτική ~. Δίοδος / τρίοδος / πολυοδική ~. ~ πυρακτώσεως / ηλεκτρονική. Kάηκε μια ~ στην τηλεόραση και θέλει άλλαγμα. H σύγχρονη τεχνολογία έχει αντικαταστήσει τις λυχνίες με τρανζίστορ.
[λόγ. < αρχ. λυχνία `λυχνοστάτης΄ (σφαλερή αλλ. της σημ.) σημδ. γαλλ. lampe]
[Λεξικό Κριαρά]
- λυχνία η· λυχνιά.
-
- 1) Λυχνοστάτης:
- (Πεντ. Έξ. ΧΧV 31, Αρ. IV 9, Αρ. VIII 3).
- 2) Φορητή συσκευή που παράγει φωτισμό με το κάψιμο του λαδιού, λυχνάρι, καντήλα:
- λαμπάδια πηγμένα ώσπερ λυχνίαι φωτειναί (Παϊσ., Ιστ. Σινά 610).
- 3) (Ως προσφών. της Παναγίας):
- Λυχνία, χαίρε, πάγχρυσε (Αλφ. 821· Παϊσ., Ιστ. Σινά 743).
[αρχ. ουσ. λυχνία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Λυχνοστάτης: