Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυχνάρι το [lixnári] Ο44 : μικρή φωτιστική συσκευή (πήλινη ή μεταλλική) εφοδιασμένη με φιτίλι, που λειτουργεί με την καύση λαδιού ή λίπους· λύχνος: Tο δωμάτιο φωτιζόταν από ένα μικρό ~. Tο μαγικό / το ακοίμητο ~. Tο ~ του Aλαντίν, λυχνάρι με μαγικές ιδιότητες (σε παραμύθια).
λυχναράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. λυχνάριν < ελνστ. λυχνάριον υποκορ. του αρχ. λύχνος]
[Λεξικό Κριαρά]
- λυχνάριν (Ι) το· λυχνάρι.
-
- Λυχνάρι:
- να πάρουν … λάδι ελιάς καθάριο …, για το φως να ανάφτουν λυχνάρι (Πεντ. Έξ. XXVII 20).
[παλαιότ. ουσ. λυχνάριον (4.-5. αι., L‑S) <ουσ. λύχνος + κατάλ. ‑άριον. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Λυχνάρι:
[Λεξικό Κριαρά]
- λυχνάριν (ΙΙ) το.
-
- Πολύτιμος λίθος, ρουμπίνι:
- εφέγγαν τα λυχνάρια ως γιον τα κάρβουνα τα απτούμενα (Μαχ. 8226).
[<ουσ. λυχνιτάριν]
- Πολύτιμος λίθος, ρουμπίνι: