Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λυτός, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για μαλλιά της κεφαλής) που δεν είναι δεμένα:
- (Πιστ. βοσκ. ΙΙΙ 6, 256).
- 2) Απαλλαγμένος από καταδίκη, δέσμευση ή υποχρέωση· ελεύθερος:
- (Ασσίζ. 3154)·
- με δίχως φόβο του κυρού τση λεύτερη και λυτή από πάσα δέση (Ερωφ. Β́ 495)·
- έστω λυτός ο ιέραξ εν τῃ οικίᾳ (Ορνεοσ. αγρ. 55126).
[αρχ. επίθ. λυτός. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για μαλλιά της κεφαλής) που δεν είναι δεμένα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυτός -ή -ό [litós] Ε1 : που τον έχουν λύσει, που έχει λυθεί, λυμένος, ελεύθερος: Λυτά παπούτσια / κορδόνια. Γιατί άφησες λυτό το σκυλί; Λυτά μαλλιά, που δε συγκρατούνται, που πέφτουν ελεύθερα. ΦΡ βάζω λυτούς και δεμένους, καταβάλλω κάθε προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα (για να πετύχω κτ.): Έβαλε λυτούς και δεμένους για να διοριστεί η κόρη του.
[αρχ. λυτός]