Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυτρώνω [litróno] -ομαι Ρ1 : απαλλάσσω, γλιτώνω κπ. από βάσανα, δυστυχίες, συμφορές, δεινά: Ο Xριστός λύτρωσε τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα. Ξύπνησα λυτρωμένος από τον εφιάλτη.
[μσν. λυτρώνω < αρχ. λυτρ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λυτρώνω
-
- I. Ενεργ. μτβ.
- α) ελευθερώνω:
- εκάθισεν εκ δεξιών του πατρός διά να μας λυτρώσει από τα χέρια του διαβόλου (Μαχ. 142· Τζάνε, Κρ. πόλ. 13418)·
- β) σώζω:
- από αιχμαλωσία τους ελύτρωσα και από θανατικόν (Κώδ. Χρονογρ. (Κοσμάς) 23)·
- της Παναγίας η χάρις … ελύτρωσ’ εκ τον θάνατον (Αξαγ., Κάρολ. Έ 392)·
- γ) (προκ. για σωτηρία ψυχής) σώζω την ψυχή:
- Χαίρε, οπού λυτρώθηκαν διά τον μονογενή σου (Ύμν. Παναγ. 7)·
- δ) απαλλάσσω κάπ. από κ.:
- λυτρώνει κάθε άνθρωπον από την αμαρτίαν (Ιστ. Βλαχ. 1898)·
- (με διπλή αιτιατ.):
- τον Καλλίμαχον τα σίδηρα λυτρώσας ελεύθερον παρέδωκεν (Καλλίμ. 2592).
- α) ελευθερώνω:
- IΙ. Μέσ.
- 1)
- α) Ελευθερώνομαι:
- δούλοι απού τη σκλαβιά τωνε μιαν ώρα λυτρωμένοι (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 104)·
- β) σώζομαι, γλυτώνω:
- από τον φόβον του σεισμού ο κόσμος ελυτρώθη (Σκλάβ. 230)·
- γ) απαλλάσσομαι από κ.:
- ο Ρήγας απ’ το λογισμό και βάρος ελυτρώθη (Ερωτόκρ. Ά 48)·
- δ) φεύγω, ξεφεύγω:
- και μετά βιας ο βασιλεύς απέκει ελυτρώθην (Παλαμήδ., Βοηβ. 137).
- α) Ελευθερώνομαι:
- 2) (Με αιτιατ.)
- α) ελευθερώνομαι:
- να λυτρωθείς την φυλακήν, να ιδείς ελευθερίαν (Σαχλ., Αφήγ. 476)·
- β) απαλλάσσομαι από κ.:
- να λυτρωθείς την ξενιτείαν (Περί ξεν. 325)·
- γ) ξεφεύγω:
- να 'μουν αποθαμένος … τον κόσμον να λυτρώνουμουν (Βυζ. Ιλιάδ. 262).
- α) ελευθερώνομαι:
- 1)
[αρχ. λυτρόω. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]
- I. Ενεργ. μτβ.