Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυτρωμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυτρωμός ο [litromós] Ο17 : η απαλλαγή, η σωτηρία από δεινά, από συμφορές· λύτρωση: Πλησίασε επιτέλους η μέρα του λυτρωμού του έθνους.

[λυτρώ(νω) -μός]

[Λεξικό Κριαρά]
λυτρωμός ο.
  • α) Απαλλαγή, λύτρωση:
    • να βγω από τέτοιο μπερδεμό και λυτρωμό δεν έχω (Ερωτόκρ. Ά 956
  • β) ελευθερία, σωτηρία:
    • εις τόσο κίνδυνο πολύ ευρέθη λυτρωμός σας (Ερωφ. Δ́ 582).

[<λυτρώνω + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο Somav. (λ. ‑μα) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες