Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυσσάρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λυσσάρης, επίθ.· θηλ. λυσσαρέα· πληθ. λυσσάροι· λυσσαροί.
— Βλ. και λυσσάριος, λυσσιάρης.
  • Που πάσχει από λύσσα· προκ. για άνθρωπο οργισμένο παράφορα, μανιακό, κακό:
    • έκαμε τους Αιγύπτιους αγριόλυκους λυσσάρους (Χούμνου, Κοσμογ. 2292
    • εθεώρουν τους ωσάν λυσσάρους σκύλους να γδέρνουσι και τους πτωχούς (Σαχλ., Αφήγ. 301).

[<ουσ. λύσσα + κατάλ. ‑άρης. Η λ. στο Meursius (λι‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες