Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυρικός -ή -ό [lirikós] Ε1 : I1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη λύραI: Λυρικό μέλος. 2. που τραγουδιέται με συνοδεία λύραςI: Λυρική ποίηση. Λυρικό ποίημα. II1. που εκφράζει προσωπικά, υποκειμενικά συναισθήματα: Λυρική ποίηση. Έλληνες / Iταλοί / Γερμανοί λυρικοί ποιητές. 2. (και για πεζό λόγο) που είναι ποιητικά διανθισμένος, συναισθηματικά φορτισμένος: Λυρικό ύφος. Λυρική περιγραφή. || Λυρικό δράμα, το μελόδραμα. Λυρικό θέατρο, το θέατρο στο οποίο παίζονται μελοδράματα. Εθνική Λυρική Σκηνή, θεατρικός οργανισμός που παρουσιάζει ελληνικά και ξένα μελοδραματικά έργα.
λυρικά ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. II: Γράφει / περιγράφει / εκφράζεται ~. [λόγ.: Ι: αρχ. λυρικός· ΙΙ: γαλλ. lyrique (στις νέες σημ.) < λατ. lyricus < αρχ. λυρικός]