Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυράρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυράρης ο [liráris] Ο11 θηλ. λυράρισσα [lirárisa] Ο27 : ο μουσικός που παίζει λύρα: Kρητικοί λυράρηδες.

[λύρ(α)II -άρης· λυράρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες