Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λυπηρός, επίθ.· λυπερός.
-
- 1) Που προκαλεί λύπη, θλιβερός:
- (Διγ. Gr. 1937), (Αλφ. ξεν. Αθ. 50).
- 2) Λυπημένος, θλιμμένος:
- τον κόντον ηύραν λυπηρόν (Χρον. Μορ. H 184).
- 3) Πένθιμος:
- με ρούχα μαύρα, λυπηρά (Θησ. Β́ [263]).
- Το ουδ. ως ουσ. = λύπη:
- (Καλλίμ. 8).
[αρχ. επίθ. λυπηρός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που προκαλεί λύπη, θλιβερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυπηρός -ή -ό [lipirós] Ε1 : που προξενεί λύπη, δυσαρέσκεια: Λυπηρό συμβάν / γεγονός / επεισόδιο.
λυπηρά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. λυπηρός]