Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυπηρά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λυπηρά, επίρρ.
  • Με λύπη:
    • Μοιρολογείται λυπηρά κλαίουσα μετά πόνου (Καλλίμ. 2360).

[<επίθ. λυπηρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες