Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυπημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυπημένος -η -ο [lipiménos] Ε3 μππ. του λυπώ : που νιώθει λύπη, ψυχικό πόνο. ANT χαρούμενος: Tην είδα πολύ λυπημένη. Είναι πολύ ~ που χώρισε με τη γυναίκα του. λυπημένα ΕΠIΡΡ: Tον κοίταζε ~.

[μσν. λυπημένος μππ. του λυπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες