Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυμαίνομαι [liménome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : προξενώ εκτεταμένες βλάβες, φθορές, καταστροφές· ρημάζω: Συμμορίες / ληστές / κακοποιοί λυμαίνονται την περιοχή. Επιδημίες λυμαίνονται τη χώρα. Aργόμισθοι / επιτήδειοι / απατεώνες λυμαίνονται το δημόσιο χρήμα.
[λόγ. < αρχ. λυμαίνομαι]