Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυκόστομα το [likóstoma] Ο49 : (ιατρ.) δυσπλασία (σχισμή) της άνω γνάθου, που οφείλεται σε καθυστέρηση της συνένωσης των δύο υπερωικών αποφύσεων κατά την εμβρυϊκή ηλικία.
[λόγ. λυκο- + στόμα μτφρδ. γαλλ. gueule-de-loup και με βάση την αντιστοιχία: λυκόστομο (όν. φυτού) - γαλλ. gueule-de-loup]