Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυκόσκυλο το [likóskilo] Ο41 : ράτσα γερμανικών και αλσατικών σκυλιών που μοιάζουν με λύκο και χρησιμεύουν ως φύλακες: Tου όρμηξε ένα ~ και τρόμαξε.
[λόγ. λυκο- + σκύλ(ος) -ο μτφρδ. γαλλ. chienloup (μτφρδ. του αγγλ. wolf dog)]