Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυκόπουλο το [likópulo] Ο41 : 1. το μικρό του λύκου. 2. (πληθ.) παιδικό τμήμα του προσκοπικού σώματος: Tα λυκόπουλα πήραν μέρος στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. || (εν.) μικρό παιδί που ανήκει, ως μέλος, στο παιδικό τμήμα του προσκοπικού σώματος.
[1: λύκ(ος) -όπουλο· 2: λόγ. σημδ. αγγλ. wolf cub]
[Λεξικό Κριαρά]
- λυκόπουλο το.
-
- Λυκόπουλο:
- (Αιτωλ., Μύθ. 701).
[<ουσ. λύκος + κατάλ. ‑όπουλο. Η λ. στο Somav. (λ. λυκάκι) και σήμ.]
- Λυκόπουλο: