Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυκίσκος ο [likískos] Ο18 : αναρριχητικό αρωματικό φυτό, που χρησιμοποιείται στη ζυθοποιία· ζυθόχορτο.
[λόγ. λύκ(ος) -ίσκος μτφρδ. νλατ. < λατ. (Homulus) lupulus (υποκορ. του lupus `λύκος΄)]