Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυγίζω [lijízo] -ομαι Ρ2.1 & λυγώ [liγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : I1. μεταβάλλω τη θέση και κυρίως τη μορφή ενός εύκαμπτου συνήθ. αντικειμένου εφαρμόζοντας επάνω του μια δύναμη, χωρίς να το σπάζω· κάμπτω, κυρτώνω: Tο βάρος του χιονιού λύγιζε τα κλαδιά των δέντρων. Είναι τόσο δυνατός που λυγίζει ακόμα και σίδερα. 2. κάμπτω ένα μέλος του σώματός μου (κυρ. για χέρια, πόδια, μέση) στο σημείο μιας άρθρωσης: Xορεύουν κουνώντας τα χέρια και λυγίζοντας τη μέση. Kάνε μια κάμψη του κορμού χωρίς να λυγίσεις τα γόνατά σου. ΦΡ ~ τη μέση* μου. 3. (μτφ.) α. καταβάλλω κπ. ψυχικά, ηθικά, τον κάνω να χάσει το θάρρος, το κουράγιο του: Tον λύγισαν τα βάσανα και οι αναποδιές. Προσπάθησαν να τους λυγίσουν με βασανιστήρια και ξυλοδαρμούς. β. καταβάλλω, νικώ έναν αντίπαλο: Tρία λεπτά πριν από τη λήξη του αγώνα, η εθνική μας ομάδα λύγισε με ένα γκολ την αντίστοιχη ομάδα του Bελγίου. II1. αλλάζω θέση και κυρίως μορφή εξαιτίας της εφαρμογής μιας δύναμης· κάμπτομαι: Tα κλαδιά των δέντρων λυγίζουν απ΄ τους πολλούς καρπούς. H βέργα λυγίζει αλλά δε σπάζει. 2. (για μέλη του σώματος) κάμπτομαι στο σημείο μιας άρθρωσης: Λύγισαν τα γόνατά του από την πείνα / την εξάντληση / την κούραση. Aυτή η άσκηση πρέπει να γίνεται με λυγισμένα πόδια και χέρια. (έκφρ.) σειέται και λυγιέται, για κπ. που χορεύει ή βαδίζει κουνώντας το σώμα του με τρόπο υπερβολικό και συνήθ. προκλητικό και αυτάρεσκο. 3. (μτφ.) α. καταβάλλομαι ψυχικά ή ηθικά, χάνω το θάρρος, το κουράγιο μου: Λύγισε μπροστά στις δυσκολίες / στις πιέσεις / από το φόβο. β. καταβάλλομαι, νικιέμαι από έναν αντίπαλο: Ο πυγμάχος λύγισε κάτω από τα ισχυρά χτυπήματα του αντιπάλου του.
[αρχ. λυγίζω· λυγ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. λυγισ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- λυγίζω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά (Μτβ.) κάμπτω, λυγίζω, κάνω κ. να γείρει, να διπλωθεί:
- (Αρμούρ. 13), (Ερωτόκρ. Β́ 1394).
- Β́ (Αμτβ.) κάμπτομαι, κλίνω, κυρτώνω, διπλώνομαι:
- θωρώντ’ αγνιάκιν τρυφερόν ελύγιζεν, εθάρησα (Κυπρ. ερωτ. 12522).
- Ά (Μτβ.) κάμπτω, λυγίζω, κάνω κ. να γείρει, να διπλωθεί:
- IΙ. Μέσ.
- 1) Κάμπτομαι, λυγίζω· συστρέφομαι:
- να δει (ενν. η Αρετούσα) τον ερωτάρη να λυγιστεί, ν’ αποφτιαστεί, να τρέξει το κοντάρι (Ερωτόκρ. Β́ 1208).
- 2) Κάμπτομαι, λυγίζω, κουνιέμαι με χάρη:
- ελυγίζομουν σαν μία κορασοπούλα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [120])·
- φρ. σείομαι και λυγίζομαι = κινούμαι με φιλάρεσκο τρόπο, καμαρωτά, με χάρη:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 1650).
- 1) Κάμπτομαι, λυγίζω· συστρέφομαι:
[αρχ. λυγίζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.