Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λούτσος ο [lútsos] Ο18 : ψάρι με γκριζοπράσινη και γκριζογάλανη ράχη, με στρογγυλό παχύ σώμα και με πολύ μακρύ κεφάλι και ρύγχος.
[βεν. luzzo (de mar) -ς]