Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λούτσα η [lútsa] Ο25α : (προφ.) κοίλωμα του εδάφους γεμάτο με νερό, κυρίως στις ΦΡ γίνομαι ~, γίνομαι μούσκεμα: Mε βρήκε η βροχή στο δρόμο κι έγινα ~. κάνω κπ. ~, μούσκεμα: Εκεί που καθόμουνα στην παραλία, ήρθε ένα μεγάλο κύμα και μ΄ έκανε ~.
[σλαβ. luža `λακκούβα με νερό΄ (τροπή [ž > ts] ;)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λούτσα η.
-
- Μικρή κοιλότητα του εδάφους γεμάτη νερά, νερόλακκος:
- μέσα εις μίαν λούτσα, ήγουν εις έναν τόπον όπου εμαζώνοτον το νερό της βροχής (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 278v).
[<αλβ. lucë/llucë. Η λ. στο Somav. (‑τζα) και σήμ.]
- Μικρή κοιλότητα του εδάφους γεμάτη νερά, νερόλακκος: