Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λούμπα η [lúmba] Ο25α : (λαϊκ.) στη ΦΡ πέφτω στη ~, πέφτω σε (στημένη) παγίδα, πέφτω θύμα απροσεξίας, συμπαιγνίας.
[αλβ. luba `λάκκος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουμπάγκο το [lubágo] Ο (άκλ.) : η οσφυαλγία.
[λόγ. < νλατ. lumbago < λατ. lumbago]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουμπάρδα η [lumbárδa] Ο25 : η μπομπάρδα.
[ισπαν. lombarda ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- λουμπάρδα η,
- βλ. λομπάρδα.
[Λεξικό Κριαρά]
- λουμπαρδάρης ο.
-
— Πβ. και μπομπαρδάρης.
- Πυροβολητής, κανονιέρης:
- ένας Ρωμαίος … ήτονε πολλά τεχνίτης λουμπαρδάρης (Χρον. σουλτ. 8220).
[<ουσ. λουμπάρδα + κατάλ. ‑άρης]
- Πυροβολητής, κανονιέρης:
[Λεξικό Κριαρά]
- λουμπαρδιά η· λουμπαρδέα· λουμπαρδία.
-
— Πβ. και μπομπαρδέα.
- α) Κανονιοβολισμός, κανονιά:
- οι Τούρκοι … ερίχνασι δυνατές λουμπαρδές και εχαλούσανε τα τείχη (Χρον. σουλτ. 647)·
- β) (συνεκδ.) βλήμα κανονιού, οβίδα:
- του 'ρθε (ενν. στο κάτεργον) μια λουμπαρδιά και μέσα 'χε χωνεύσει (Άλ. Κύπρ. 2472).
[<ουσ. λουμπάρδα + κατάλ. ‑ιά. Η λ. στο Somav.]
- α) Κανονιοβολισμός, κανονιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- λουμπαρδοβότανα τα.
-
- Κανόνια και πυρίτιδα:
- τους Μόσχοβους να κράξει (ενν. ο βασιλεύς) και με τα λουμπαρδοβότανα … να τους κάψει (Βίος Δημ. Μοσχ. 588).
[<ουσ. λουμπάρδες + βότανα]
- Κανόνια και πυρίτιδα:
[Λεξικό Κριαρά]
- λουμπαρδοπούλα η.
-
- Μικρό κανόνι:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22518).
[<ουσ. λουμπάρδα + κατάλ. ‑πούλα]
- Μικρό κανόνι:
[Λεξικό Κριαρά]
- Λουμπάρδος ο· Λαμπάρδος· Λουπάρδος.
-
— Πβ. και Λογγόβαρδοι.
- Λομβαρδός:
- (Χρον. Μορ. H 1059), (Σαχλ. Β́ PM 355).
[<μεσν. λατ. Lombardus/Lumbardus - ιταλ. Lombardo. Ο τ. Λα‑ (<παλαιότ. ιταλ. Lambardo, πβ. DEI, λ. la‑) στο Χωνιάτη. Η λ. το 12. αι.]
- Λομβαρδός: