Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λούλουδο το [lúluδo] Ο41 : (λογοτ.) το λουλούδι: Tα λούλουδα του κάμπου / του Mαγιού.
[μσν. λούλουδον από το σύνθ. αγριολούλουδο και νέα ανάλυση]
[Λεξικό Κριαρά]
- λούλουδο(ν) το.
-
- α) Άνθος, λουλούδι:
- (Φλώρ. 1578)·
- δέντρη … λούλουδα γεμάτα (Βοσκοπ. 142)·
- όμοια είσαι με τα λούλουδα (Ch. pop. 274)·
- β) προκ. για κ. που έχει μικρή χρονική διάρκεια, το εφήμερο:
- Τούτα 'ναι (ενν. οι αφεντίες και τα πλούτη) ανθοί και λούλουδα, διαβαίνου και περνούσι (Ερωτόκρ. Δ́ 605).
[<ουσ. λουλούδι + κατάλ. ‑ο(ν). Η λ. στο Βλάχ. (‑ον, λ. λουλούδι) και σήμ. λαϊκ. (‑ο)]
- α) Άνθος, λουλούδι:
[Λεξικό Κριαρά]
- λουλουδοστολισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Στολισμένος με λουλούδια· ανθισμένος:
- κάμπους … λουλουδοστολισμένους (Τζάνε, Κρ. πόλ. Εγκώμιο 1249).
[<ουσ. λουλούδι + μτχ. παρκ. του στολίζω]
- Στολισμένος με λουλούδια· ανθισμένος: