Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λούκα η.
-
- Φλοιός:
- (Gesprächb. 492).
[πιθ. <ρωσ. lyko]
- Φλοιός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουκάνικο το [lukániko] Ο41 : είδος αλλαντικού, ειδικά παρασκευασμένου με κρέας και καρυκεύματα, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη: ~ χωριάτικο / καραμανλίδικο / Φραγκφούρτης. Σάντουιτς / αυγό τηγανητό με ~. (έκφρ.) (τότε) που δέναν τα σκυλιά* με τα λουκάνικα.
[ελνστ. λουκάνικον, λουκανικόν < λατ. lucanicum `αλλαντικό της Λουκανίας΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λουκάνικο(ν) το.
-
- Λουκάνικο:
- (Διήγ. παιδ. 379), (Πανώρ. Ά 389).
[<λατ. lucanicum. Η λ. τον 4. αι. (L‑S Suppl., ‑ον) και σήμ. (‑ο)]
- Λουκάνικο:
[Λεξικό Κριαρά]
- λουκανίτικος, επίθ.
-
- Φτιαγμένος από λουκάνικο·
- (εδώ σε αδύνατον):
- σαΐτες λουκανίτικες (Σπανός B 114).
- (εδώ σε αδύνατον):
[<ουσ. λουκάνικο(ν) κατά το επίθ. λαρδίτικος]
- Φτιαγμένος από λουκάνικο·