Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λοχαγός ο [loxaγós] Ο17 : (στρατ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από τον υπολοχαγό και κατώτερος από τον ταγματάρχη. || αξιωματικός του στρατού ξηράς, που διοικεί λόχο, ίλη ή πυροβολαρχία. || ~ ιατρός / κτηνίατρος, στρατιωτικός γιατρός / κτηνίατρος του υγειονομικού σώματος του στρατού ξηράς με βαθμό λοχαγού.
[λόγ. < αρχ. (δωρ. διάλ.) λοχαγός `αρχηγός στρατιωτικού σώματος συνήθ. 100 στρατιωτών΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λοχαγός ο· λογχαγός· λόγχαγος.
-
- Διοικητής λόχου στρατιωτών:
- οχυρώσας αυτόν συν υπασπισταίς και λογχαγοίς (Δούκ. 6919).
[αρχ. ουσ. λοχαγός. Η λ. και σήμ.]
- Διοικητής λόχου στρατιωτών: