Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λοφίο το [lofío] Ο39 : 1. φούντα από φτερά, τρίχες ή νήματα, που ήταν τοποθετημένη κυρίως επάνω στα πηλίκια των στρατιωτικών. (έκφρ.) με ~, για δήλωση επίτασης: Bλάκας με ~, πολύ βλάκας· ΣYN έκφρ. με περικεφαλαία. 2. θύσανος από φτερά επάνω στο κεφάλι ορισμένων πτηνών.
[λόγ. < αρχ. λόφ(ιον) -ίον]