Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουόμενος -η -ο [luómenos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) ο λουόμενος, αυτός που κάνει μπάνιο, κυρίως στη θάλασσα: Στις ακτές υπάρχουν εγκαταστάσεις για λουομένους. Tο λιμεναρχείο προειδοποίησε τους λουομένους για την εμφάνιση καρχαρία στην περιοχή.
[λόγ. < μπε. του αρχ. ρ. λούω (λούομαι) `λούζομαι΄ σφαλερή αλλ. της σημ., μτφρδ. γαλλ. baigneur]