Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουτράρης ο [lutráris] Ο11 θηλ. λουτράρισσα [lutrárisa] Ο27 : ιδιοκτήτης ή υπάλληλος που εργαζόταν σε δημόσια λουτρά.
[μσν. λουτράρης < λουτρ(ό) -άρης· λουτράρ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λουτράρης ο.
-
- Υπάλληλος λουτρών:
- (Μαχ. 65620).
[<ουσ. λουτρόν + κατάλ. ‑άρης. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- Υπάλληλος λουτρών: