Παράλληλη αναζήτηση
17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λουτρ το [lútr] Ο (άκλ.) : γούνα από το δέρμα της ενυδρίδας.
[λόγ. < γαλλ. loutre]
- λουτρακίζομαι,
- βλ. λουτρικίζομαι.
- λουτράρης ο [lutráris] Ο11 θηλ. λουτράρισσα [lutrárisa] Ο27 : ιδιοκτήτης ή υπάλληλος που εργαζόταν σε δημόσια λουτρά.
[μσν. λουτράρης < λουτρ(ό) -άρης· λουτράρ(ης) -ισσα]
- λουτράρης ο.
-
- Υπάλληλος λουτρών:
- (Μαχ. 65620).
[<ουσ. λουτρόν + κατάλ. ‑άρης. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- Υπάλληλος λουτρών:
- λουτρικά τα.
-
- Τα απαραίτητα για το λουτρό σκεύη και ρούχα:
- (Προδρ. I 62).
[πληθ. ουδ. του επιθ. λουτρικός (Ησύχ., L‑S) ως ουσ. Η λ. και σήμ.]
- Τα απαραίτητα για το λουτρό σκεύη και ρούχα:
- λουτρίκι το.
-
- Πετσέτα μπάνιου, μπουρνούζι:
- εδούλευαν τα εργαστήριά μου τα λουτρίκια (Συναδ. φ. 174v).
[<ουσ. λουτρικόν (Δημ., λ. ‑ός) + κατάλ. ‑ι. Η λ. και σε έγγρ. του 19. αι.]
- Πετσέτα μπάνιου, μπουρνούζι:
- λουτρικίζομαι· λουτρακίζομαι.
-
- Λούζομαι, κάνω μπάνιο:
- Αυτός … τώρα λουτρικίζεται τρίτον την εβδομάδα (Προδρ. III 63 χφφ CPK κριτ. υπ).
[<ουσ. λουτρικόν + κατάλ. ‑ίζομαι (Κοραής, Άτακτα Α 47). Ο τ. στο Du Cange App. (‑ίζειν) και σήμ. ιδιωμ. (Κόμης). Η λ. στο Du Cange (‑εσθαι)]
- Λούζομαι, κάνω μπάνιο:
- λουτρικός -ή -ό [lutrikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο λουτρό ή στα λουτρά: Λουτρικές εγκαταστάσεις. Λουτρικό Kέντρο Aιδηψού.
[λόγ. < ελνστ. λουτρικός]
- λουτρό το [lutró] Ο38 : I. χώρος του σπιτιού με τα είδη υγιεινής, τα απαραίτητα για το πλύσιμο του σώματος (μπανιέρα, ντους, νιπτήρας κτλ.)· μπάνιο1β· (πρβ. λουτροκαμπινέ): Tο διαμέρισμα διαθέτει ~, καλοριφέρ και τηλέφωνο. Kλειδώθηκε θυμωμένη στο ~ και δεν έβγαινε. II1. (παρωχ.) το πλύσιμο του σώματος μέσα σε μπανιέρα· μπάνιο1α: Περιμένει να ζεσταθεί το νερό για να πάρει το ~ του. 2. το βύθισμα του σώματος σε άμμο ή σε λάσπη ή η έκθεσή του σε ατμούς, φως ή αέρα για θεραπευτικούς σκοπούς: Kάνει λουτρά λάσπης για τους ρευματισμούς. 3. το βούτηγμα ενός αντικειμένου μέσα σε νερό ή σε χημικές ουσίες για τεχνικούς σκοπούς: ~ χάλυβα. ΦΡ ~ αίματος, μεγάλης έκτασης αιματοχυσία: ~ αίματος προκάλεσε η έκρηξη βόμβας σε σιδηροδρομικό σταθμό. III1. (πληθ.) δημόσιο κτίριο με ειδικούς χώρους και εγκαταστάσεις για το πλύσιμο του σώματος: Δημόσια λουτρά. Tούρκικα λουτρά, χαμάμ. ΦΡ μένω / αφήνω κπ. στα κρύα του λουτρού, για αιφνίδια, απρόσμενη αποτυχία, διάψευση ελπίδων ή για ξαφνική διακοπή μιας διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη. 2. ιαματικές πηγές ή θαλάσσιες περιοχές με εγκαταστάσεις για τη θεραπεία ασθενών: Tα λουτρά της Aιδηψού / της Iκαρίας. Kάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε ένα μήνα στα λουτρά.
[αρχ. λουτρόν]
- λουτροθεραπεία η [lutroθerapía] Ο25 : θεραπευτική αγωγή για διάφορες ασθένειες, με τη χρήση λουτρών (σε ιαματικές πηγές, στη θάλασσα κτλ.).
[λόγ. λουτρ(όν) -ο- + -θεραπεία μτφρδ. γερμ. Badekur ή γαλλ. cure balnéaire]