Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουρί το [lurí] Ο43 : 1. στενόμακρη ταινία, συνήθ. από δέρμα ή και από ύφασμα, που χρησιμοποιείται: α. για να δένει ή για να συγκρατεί κτ., ιμάντας1: Φθάρηκε / κόπηκε το ~ της τσάντας. || (παρωχ.) ζώνη, ζωστήρας: Δέρνει το παιδί του με το ~. ΦΡ μαζεύω / σφίγγω το ~ (μου), περιορίζω τα έξοδά μου. || Tο ~ της μάνας, παλαιότερο παιδικό παιχνίδι. β. για να ελέγχονται οι κινήσεις ενός ζώου: Είχε δεμένο το σκύλο μ΄ ένα μακρύ ~. Tράβηξε τα λουριά του αλόγου για να το σταματήσει, τα ηνία. ΦΡ μαζεύω / σφίγγω τα λουριά κάποιου, του περιορίζω τις κινήσεις, τις δυνατότητες, τον ελέγχω. 2. ο ιμάντας2: Kόπηκε το ~ του κινητήρα.
λουράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό και στενό λουρί. 2. μικρό και στενό λουρί, ειδικά για να στερεώνει το ρολόι στο χέρι: Πρέπει ν΄ αλλάξω το ~ του ρολογιού μου. [μσν. λουρίν < λωρί(ο)ν ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) υποκορ. του ελνστ. λῶρ(ος) -ίον < λατ. lorum]
[Λεξικό Κριαρά]
- λουρί το,
- βλ. λωρί(ο)ν.
[Λεξικό Κριαρά]
- λουρί(ο)ν το,
- βλ. λωρί(ο)ν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουρίδα η [luríδa] & λωρίδα η [loríδa] Ο26 : 1. στενό και μακρύ κομμάτι από ορισμένο υλικό: ~ δέρματος / υφάσματος / χαρτιού. Έσκισε το πουκάμισό του σε λουρίδες και έδεσε το τραύμα του. || (ως επίρρ.): Έκοψε το πανί λουρίδες λουρίδες. 2. αντρική (συνήθ. δερμάτινη) ζώνη· ζωστήρας. 3. (μτφ.) στενόμακρο τμήμα μιας επιφάνειας: ~ γης / εδάφους. ~ κυκλοφορίας, το καθένα από τα τμήματα ενός δρόμου, τα οποία σημαίνονται με ειδική διαγράμμιση για τις ανάγκες της κυκλοφορίας των οχημάτων: Δεξιά / αριστερή / μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας. || Mια στενή ~ φωτός έπεφτε στο πάτωμα.
[ελνστ. *λωρίς (< λῶρος δες λουρί), αιτ. -ίδα ( [o > u] από επίδρ. του [l] ή κατά το συγγ. λουρί)· λόγ. επίδρ. με βάση το ελνστ. λῶρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- λουρικάτος, επίθ.,
- βλ. λωρικάτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουρίκι το [luríki] Ο44 : θώρακας των στρατιωτών της βυζαντινής εποχής.
[μσν. λουρίκι(ν) < ελνστ. λωρίκιον ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) υποκορ. του ελνστ. λωρῖκα < λατ. lorica]
[Λεξικό Κριαρά]
- λουρίκι το,
- βλ. λωρίκιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- λουρίκι(ο)ν το,
- βλ. λωρίκιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- λουρικιασμένος, μτχ. επίθ.,
- βλ. λωρικιασμένος.
[Λεξικό Κριαρά]
- λουρικοζωσμένος, μτχ. επίθ.,
- βλ. λωρικοζωσμένος.