Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουξ το [lúks] Ο (άκλ.) : I. φωτιστική συσκευή που λειτουργεί με πετρέλαιο και παράγει ισχυρό φως. II. μονάδα φωτισμού επιφάνειας.
[λόγ. < γερμ. Lux (στη νέα σημ.) < λατ. lux `φως΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουξ [lúks] Ε (άκλ.) : πολυτελής: ~ διαμέρισμα / κατασκευή.
[λόγ. < γαλλ. luxe < λατ. luxus `λαμπρότητα΄ (προφ. κατά τη λατ. λ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουξεμβουργιανός -ή -ό [luksemvurjianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο Λουξεμβούργο ή στους κατοίκους του ή προέρχεται από αυτό ή από αυτούς: Λουξεμβουργιανή κυβέρνηση. Λουξεμβουργιανά προϊόντα. 2. (ως ουσ.) ο Λουξεμβουργιανός, θηλ. Λουξεμβουργιανή, ο κάτοικος του Λουξεμβούργου. || (ως επίθ.): ~ βουλευτής.
[λόγ. Λουξεμβούργ(ον) -ιανός < γερμ. Luxemburg -ον (ορθογρ. δαν.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λουξουρία η.
-
- Λαγνεία, φιληδονία:
- (Μαχ. 22215).
[<προβ. luxuria]
- Λαγνεία, φιληδονία: