Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουμπάγκο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουμπάγκο το [lubágo] Ο (άκλ.) : η οσφυαλγία.

[λόγ. < νλατ. lumbago < λατ. lumbago]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες