Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λουλούδι το [lulúδi] Ο44 : 1. το τμήμα του φυτού που έχει συνήθ. έντονα και λαμπερά χρώματα και συχνά ευχάριστη μυρωδιά και όπου βρίσκονται τα όργανα αναπαραγωγής· άνθος: Άσπρα / κόκκινα / πολύχρωμα λουλούδια. Mπουκέτο / στεφάνι από λουλούδια. Λουλούδια στο βάζο. Aγοράζω / προσφέρω / στέλνω / χαρίζω λουλούδια. Ψεύτικα / πλαστικά / χάρτινα λουλούδια. Φόρεμα / ύφασμα / ταπετσαρία με λουλούδια, με σχεδιασμένα λουλούδια. || Παιδιά των λουλουδιών, οι χίπις. || ως οικεία και τρυφερή προσφώνηση: ~ μου! 2. φυτό που βγάζει άνθη, που καλλιεργείται γι΄ αυτά: Φυτεύω / καλλιεργώ / ποτίζω (τα) λουλούδια. Aγρός / λιβάδι / κήπος / γλάστρα / παρτέρι με λουλούδια. 3. (μτφ. για άνθρ.) α. αθώος, τίμιος, απονήρευτος. β. (ειρ.) πονηρός, ανήθικος, του σκοινιού και του παλουκιού: Είναι ένα ~ αυτός, ο Θεός να σε φυλάει.
λουλουδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. λουλούδι < αλβ. lul(e) -ούδι ή λατ. lil(ium) `κρίνο΄ -ούδι ( [i > u] από επίδρ. του [l] )]
- λουλούδι το· λιλούδι(ν)· λουλούδιν.
-
- 1) Άνθος:
- άνθη και ρόδα και μυρτιές, πασίλογα λουλούδια (Γεωργηλ., Θαν. 178).
- 2) Προκ. για κ. που «μαραίνεται», που χάνεται γρήγορα, κ. εφήμερο:
- Αθός ήταν η δόξα τους, λουλούδιν η χαρά των (Απόκοπ. 409).
- 3) Στολίδι:
- το χαλινάριν της πλεκτόν με τα χρυσά λιλούδια (Διγ. Esc. 1489).
[<ουσ. *λίλι(ον) (<λατ. lilium) + κατάλ. ‑ούδι. Ο τ. λι‑, καθώς και τ. λα‑ και λε‑, και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ. Η λ. στο Meursius (‑ιον), στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Άνθος:
- λουλουδιάζω.
-
- α) Ανθίζω, βγάζω λουλούδια:
- λουλουδιάζ’ η γης κι άνθη πληθαίνου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. ά [31])·
- β) (μεταφ.) γίνομαι όμορφος σαν λουλούδι:
- οχ τα γλυκοφιλήματα ανθεί και λουλουδιάζει (Εκατόλ. 49).
[<ουσ. λουλούδι + κατάλ. ‑ιάζω. Μτχ. λουλουδιασμένος στο Du Cange (λ. λουλούδι). Η λ. και σήμ.]
- α) Ανθίζω, βγάζω λουλούδια:
- λουλουδίζω [luluδízo] & λουλουδιάζω [luluδjázo] Ρ2.1α μππ. λουλουδιασμένος : 1. (για φυτά) βγάζω, γεμίζω λουλούδια, ανθώ: Λουλουδιασμένα λιβάδια. 2. (μτφ. για άνθρ.) βρίσκομαι σε κατάσταση, σε περίοδο ακμής, ευτυχίας: Aνθεί και λουλουδίζει.
[λουλούδ(ι) -ίζω, -ιάζω]
- λουλουδίζω· λαλουδίζω.
-
- α) Ανθίζω, βγάζω λουλούδια· είμαι γεμάτος, κατάσπαρτος από λουλούδια:
- Τα βότανα ελαλούδιζαν (Διγ. Esc. 1061)·
- Οι κάμποι ελουλουδίζασι, τα χορταράκι’ αθίζα (Πανώρ. Ά 317)·
- β) μοιάζω γεμάτος λουλούδια:
- τα παβιόνια του έστεσε κι όλη τη γη στολίσα, άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, κι οι κάμποι ελουλουδίσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18917)·
- γ) (μεταφ.) γίνομαι όμορφος σαν λουλούδι:
- δίχως νιψίδι ή απόφτιασμα ανθεί και λουλουδίζει (ενν. η κόρη) (Ch. pop. 569)·
- δ) (μεταφ.) ακμάζω:
- Συναφορμάς μου (ενν. του Έρωτα) … πάσα πράμα θρέφεται, αθεί και λουλουδίζει (Πανώρ. Έ 24).
[<ουσ. λουλούδι + κατάλ. ‑ίζω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Ανθίζω, βγάζω λουλούδια· είμαι γεμάτος, κατάσπαρτος από λουλούδια:
- λουλουδικό το [luluδikó] Ο38 : (προφ.) μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα λουλουδιών: Tο καμαρίνι της ηθοποιού πνίγηκε στο ~.
[λουλούδ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]
- λουλούδισμα το [lulúδizma] & λουλούδιασμα το [lulúδjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του λουλουδίζω. α. η άνθηση: Tο ~ των αγρών / των λιβαδιών. β. (μτφ.) η ακμή, η ευτυχία.
[λουλουδισ- (λουλουδίζω), λουλουδιασ- (λουλουδιάζω) -μα]