Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λουλού το [lulú] Ο (άκλ.) : ράτσα μικρόσωμων σκυλιών του σαλονιού με μακρύ πλούσιο τρίχωμα και όρθια αυτιά. || (επέκτ.) για κάθε μικρόσωμο σκυλί σαλονιού.
[γαλλ. loulou (λ. νηπιακή)]
- λουλουδάδικο το [luluδáδiko] Ο41 : (προφ.) ανθοπωλείο, ιδίως υπαίθριο: Aυτή την ώρα τα λουλουδάδικα είναι κλειστά.
[λουλούδ(ι) -άδικο]
- λουλουδάς ο [luluδás] Ο1 θηλ. λουλουδού [luluδú] Ο37 : (προφ.) ο ανθοπώλης. || (θηλ.) και για τις πωλήτριες λουλουδιών σε νυχτερινά κέντρα.
[λουλούδ(ι) -άς· λουλουδ(άς) -ού]
- λουλουδάτος, επίθ.
-
- Στολισμένος, υφασμένος με σχήματα λουλουδιών:
- λουλουδάτο πεύχι που πολυποίκιλες βαφές και σχήματα πολλ’ έχει (Κορων., Μπούας 33 (έκδ. ‑α πεύχη· διόρθ. Κόλιας)).
[<ουσ. λουλούδι + κατάλ. ‑άτος. Η λ. και σήμ.]
- Στολισμένος, υφασμένος με σχήματα λουλουδιών:
- λουλουδάτος -η -ο [luluδátos] Ε3 : (κυρ. για ύφασμα) που είναι διακοσμημένος με λουλούδια (υφασμένα, κεντημένα, τυπωμένα κ.ά.): Λουλουδάτο πουκάμισο / τραπεζομάντιλο.
[μσν. λουλουδάτος < λουλούδ(ι) -άτος]
- λουλουδένιος -α -ο [luluδénos] Ε4 : που είναι φτιαγμένος από λουλούδια: Λουλουδένιο στεφάνι.
[λουλούδ(ι) -ένιος]
- λουλούδι το [lulúδi] Ο44 : 1. το τμήμα του φυτού που έχει συνήθ. έντονα και λαμπερά χρώματα και συχνά ευχάριστη μυρωδιά και όπου βρίσκονται τα όργανα αναπαραγωγής· άνθος: Άσπρα / κόκκινα / πολύχρωμα λουλούδια. Mπουκέτο / στεφάνι από λουλούδια. Λουλούδια στο βάζο. Aγοράζω / προσφέρω / στέλνω / χαρίζω λουλούδια. Ψεύτικα / πλαστικά / χάρτινα λουλούδια. Φόρεμα / ύφασμα / ταπετσαρία με λουλούδια, με σχεδιασμένα λουλούδια. || Παιδιά των λουλουδιών, οι χίπις. || ως οικεία και τρυφερή προσφώνηση: ~ μου! 2. φυτό που βγάζει άνθη, που καλλιεργείται γι΄ αυτά: Φυτεύω / καλλιεργώ / ποτίζω (τα) λουλούδια. Aγρός / λιβάδι / κήπος / γλάστρα / παρτέρι με λουλούδια. 3. (μτφ. για άνθρ.) α. αθώος, τίμιος, απονήρευτος. β. (ειρ.) πονηρός, ανήθικος, του σκοινιού και του παλουκιού: Είναι ένα ~ αυτός, ο Θεός να σε φυλάει.
λουλουδάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. λουλούδι < αλβ. lul(e) -ούδι ή λατ. lil(ium) `κρίνο΄ -ούδι ( [i > u] από επίδρ. του [l] )]
- λουλούδι το· λιλούδι(ν)· λουλούδιν.
-
- 1) Άνθος:
- άνθη και ρόδα και μυρτιές, πασίλογα λουλούδια (Γεωργηλ., Θαν. 178).
- 2) Προκ. για κ. που «μαραίνεται», που χάνεται γρήγορα, κ. εφήμερο:
- Αθός ήταν η δόξα τους, λουλούδιν η χαρά των (Απόκοπ. 409).
- 3) Στολίδι:
- το χαλινάριν της πλεκτόν με τα χρυσά λιλούδια (Διγ. Esc. 1489).
[<ουσ. *λίλι(ον) (<λατ. lilium) + κατάλ. ‑ούδι. Ο τ. λι‑, καθώς και τ. λα‑ και λε‑, και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ. Η λ. στο Meursius (‑ιον), στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Άνθος:
- λουλουδιάζω.
-
- α) Ανθίζω, βγάζω λουλούδια:
- λουλουδιάζ’ η γης κι άνθη πληθαίνου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. ά [31])·
- β) (μεταφ.) γίνομαι όμορφος σαν λουλούδι:
- οχ τα γλυκοφιλήματα ανθεί και λουλουδιάζει (Εκατόλ. 49).
[<ουσ. λουλούδι + κατάλ. ‑ιάζω. Μτχ. λουλουδιασμένος στο Du Cange (λ. λουλούδι). Η λ. και σήμ.]
- α) Ανθίζω, βγάζω λουλούδια:
- λουλουδίζω [luluδízo] & λουλουδιάζω [luluδjázo] Ρ2.1α μππ. λουλουδιασμένος : 1. (για φυτά) βγάζω, γεμίζω λουλούδια, ανθώ: Λουλουδιασμένα λιβάδια. 2. (μτφ. για άνθρ.) βρίσκομαι σε κατάσταση, σε περίοδο ακμής, ευτυχίας: Aνθεί και λουλουδίζει.
[λουλούδ(ι) -ίζω, -ιάζω]