Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουλουδίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουλουδίζω [luluδízo] & λουλουδιάζω [luluδjázo] Ρ2.1α μππ. λουλουδιασμένος : 1. (για φυτά) βγάζω, γεμίζω λουλούδια, ανθώ: Λουλουδιασμένα λιβάδια. 2. (μτφ. για άνθρ.) βρίσκομαι σε κατάσταση, σε περίοδο ακμής, ευτυχίας: Aνθεί και λουλουδίζει.

[λουλούδ(ι) -ίζω, -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
λουλουδίζω· λαλουδίζω.
  • α) Ανθίζω, βγάζω λουλούδια· είμαι γεμάτος, κατάσπαρτος από λουλούδια:
    • Τα βότανα ελαλούδιζαν (Διγ. Esc. 1061
    • Οι κάμποι ελουλουδίζασι, τα χορταράκι’ αθίζα (Πανώρ. Ά 317
  • β) μοιάζω γεμάτος λουλούδια:
    • τα παβιόνια του έστεσε κι όλη τη γη στολίσα, άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, κι οι κάμποι ελουλουδίσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18917
  • γ) (μεταφ.) γίνομαι όμορφος σαν λουλούδι:
    • δίχως νιψίδι ή απόφτιασμα ανθεί και λουλουδίζει (ενν. η κόρη) (Ch. pop. 569
  • δ) (μεταφ.) ακμάζω:
    • Συναφορμάς μου (ενν. του Έρωτα) … πάσα πράμα θρέφεται, αθεί και λουλουδίζει (Πανώρ. Έ 24).

[<ουσ. λουλούδι + κατάλ. ‑ίζω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες