Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουλάκι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουλάκι το [luláki] Ο44 : φυσική ή συνθετική χρωστική ουσία με βαθύ γαλάζιο χρώμα, που χρησιμοποιείται κυρίως στην πλύση των ασπρόρουχων.

[μσν. λουλάκιν < αραβ. līlak]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουλακιάζω [lulakázo] -ομαι Ρ2.1 : βουτάω ρούχα ή υφάσματα, ιδίως άσπρα, σε διάλυμα λουλακιού για να αποκτήσουν ελαφρά κυανή χροιά, φωτεινότητα: Aμέσως μετά την πλύση ~ πάντα τα ασπρόρουχα.

[λουλάκ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουλάκιασμα το [lulákazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λουλακιάζω.

[λουλακιασ- (λουλακιάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
λουλάκιν το.
  • Είδος φυτού:
    • λουλάκιν τρίψας (Ιατροσόφ. 842).

[μτγν. ουσ. λουλάκιον. Η λ. και σήμ. (‑ι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες