Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουκάνικο το [lukániko] Ο41 : είδος αλλαντικού, ειδικά παρασκευασμένου με κρέας και καρυκεύματα, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη: ~ χωριάτικο / καραμανλίδικο / Φραγκφούρτης. Σάντουιτς / αυγό τηγανητό με ~. (έκφρ.) (τότε) που δέναν τα σκυλιά* με τα λουκάνικα.
[ελνστ. λουκάνικον, λουκανικόν < λατ. lucanicum `αλλαντικό της Λουκανίας΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λουκάνικο(ν) το.
-
- Λουκάνικο:
- (Διήγ. παιδ. 379), (Πανώρ. Ά 389).
[<λατ. lucanicum. Η λ. τον 4. αι. (L‑S Suppl., ‑ον) και σήμ. (‑ο)]
- Λουκάνικο: