Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λοταρία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοταρία η [lotaría] Ο25 : τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο ο νικητής, που αναδεικνύεται με κλήρωση αριθμημένων λαχνών, κερδίζει μικρά συνήθ. δώρα· λαχείο2: Kέρδισε τρεις κούτες τσιγάρα στη ~. (έκφρ.) βγάζω κτ. στη ~, κληρώνω: Έβγαλαν στη ~ μια τσιπούρα δύο κιλά.

[βεν. lotaria]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοταριατζής ο [lotariadzís] Ο8 : αυτός που, για δικό του όφελος, οργανώνει το παιχνίδι της λοταρίας.

[λοταρί(α) -ατζής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες