Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λοστός ο [lostós] Ο17 : σιδερένιος μοχλός που χρησιμοποιείται κυρίως για να μετακινούνται βαριά και ογκώδη αντικείμενα ή (με μύτη στην άκρη) για να ανοίγονται τρύπες: Tον τραυμάτισε στο κεφάλι με σιδερένιο λοστό.
[μσν. λοστός ίσως < αρχ. λοῖσθος `κοντάρι καραβιού΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] (μετακ. τόνου;)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λοστός ο.
-
- Μοχλός, ράβδος:
- Τσι τοίχους εσκαλώσασι και πιάνου στα χέρια τους λοστούς και κάτω βάνου χώματα, πέτρες (Λεηλ. Παροικ. 646).
[<αρχ. ουσ. λοίσθος. Η λ. στο Du Cange (λό‑), στο Somav. και σήμ.]
- Μοχλός, ράβδος: