Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λοσιόν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοσιόν η [losxón] Ο (άκλ.) : αρωματικό σκεύασμα σε υγρή μορφή, που χρησιμοποιείται για την περιποίηση του δέρματος και των μαλλιών.

[λόγ. < γαλλ. lotion]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες