Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λοξεύω [loksévo] Ρ5.2α : 1. κάνω κτ. λοξό, του δίνω πλάγια κατεύθυνση. || γίνομαι λοξός. 2. προχωρώ σε λοξή κατεύθυνση, εκτρέπομαι από την ευθεία, λοξοδρομώ: Ξαφνικά ο δρόμος λοξεύει. Προχωρήσαμε ένα χιλιόμετρο και μετά λοξέψαμε αριστερά. 3. (μτφ.) γίνομαι παράξενος, ανισόρροπος.
[λοξ(ός) -εύω ή < σπάν. ελνστ. λοξεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- λοξεύω· λοξεύγω.
-
- Παρεκκλίνω, «στραβώνω»:
- το κυκλογύρισμα προσώπου της … μήπως ποτέ λοξεύγει (Λίβ. Esc. 2408).
[<επίθ. λοξός + κατάλ. ‑εύω. Η λ. και σήμ.]
- Παρεκκλίνω, «στραβώνω»: