Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λοιμώδης, επίθ.
-
- (Προκ. για ασθένεια) μεταδοτικός, μολυσματικός, επιδημικός, θανατηφόρος:
- (Byz. Kleinchron. Á 4517).
[αρχ. επίθ. λοιμώδης. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για ασθένεια) μεταδοτικός, μολυσματικός, επιδημικός, θανατηφόρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λοιμώδης -ης -ες [limóδis] Ε11 : (για αρρώστιες) που προκαλεί λοιμό, μολυσματικός: Λοιμώδεις νόσοι.
[λόγ. < αρχ. λοιμώδης `που αναφέρεται στην πανούκλα΄]