Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λοιμικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λοιμικός, επίθ. ελεμικός· λεμικός.
  • (Προκ. για ασθένεια) μεταδοτικός και θανατηφόρος, λοιμώδης:
    • (Έκθ. χρον. 812
    • (μεταφ.):
      • μήνα τον κόψει (ενν. τον γέρον) ξαφνικά η λοιμική ψαλίδα (Περί γέρ. (Δαν.) 80).
  • Το θηλ. και το ουδ. ως ουσ. = λοιμώδης ασθένεια, θανατηφόρα επιδημία, λοιμός:
    • (Συναδ. φ. 82v
    • Άπολλον ήλιε, πέμψε λεμικήν και νόσον (Λουκάνη, Άλ. Τροίας [912]
    • πανούκλα, λεμικόν, θέρμη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [953]).

[αρχ. επίθ. λοιμικός. Το θηλ. (Somav.) και το ουδ. ως ουσ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες