Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογομαχώ [loγomaxó] Ρ10.9α : φιλονικώ, καβγαδίζω έντονα με λόγια: Λογομάχησαν άγρια και μετά ήρθαν στα χέρια.
[λόγ. < ελνστ. λογομαχῶ `διαπληκτίζομαι σχετικά με τις λέξεις΄ (ίσως παρερμηνεία της σημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λογομαχώ.
-
- Σκέφτομαι:
- μετά τους τόσους λογισμούς, τούς ελογομαχούσα (Λίβ. P 413).
[μτγν. λογομαχέω. Η λ. και σήμ.]
- Σκέφτομαι: