Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογο
49 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογο- [loγo] & λογό- [loγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λογ- [loγ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στις λέξεις, στο λόγο, στην ομιλία: λογόγριφος, ~διάρροια, ~παίγνιο. || στην ομιλία, στα λόγια: ~μαχώ· ~κόπος, ~μαχία. || (κυρ. ιατρ.) με αναφορά στην ορθή ομιλία, άρθρωση, ή σε διαταραχές του λόγου: λογασθένεια, ~πάθεια, ~παιδευτής, λογόσπασμος. 2. στον έντεχνο λόγο: ~γράφος, ~ποιός, ~τέχνης· ~τεχνία. || ~κρισία· ~κρίνω. 3. στην έννοια της απολογίας, του απολογισμού: ~δοτώ· ~δοσία. 4. στη λογική, στον ορθό λόγο: ~κρατούμαι.

[λόγ. < αρχ. λογ(ο)- θ. του ουσ. λόγο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. λογο-γράφος, ελνστ. λογο-κλοπία (δες στο λογοκλοπή) & διεθ. logo- < αρχ. λογο-: λογό-γριφος, λογ-άριθμος < γαλλ. logo-griphe, log-arithme & μτφρδ.: λογο-θεραπεία < αγγλ. speech therapy]

[Λεξικό Κριαρά]
λογοαθετώ.
  • Παραβαίνω το λόγο μου, την υπόσχεσή μου:
    • όμοσες όρκον φοβερόν να μη λογοαθετήσεις (Λίβ. Sc. 604).

[<ουσ. λόγος + αθετώ]

[Λεξικό Κριαρά]
λογοαφηγούμαι.
  • Διηγούμαι, εξιστορώ:
    • (Λίβ. Esc. 4407).

[<ουσ. λόγος + αφηγούμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογογράφος ο [loγoγráfos] Ο18 : 1. χαρακτηρισμός για τους πρώτους Έλληνες πεζογράφους της αρχαιότητας και ιδιαίτερα για τους ιστορικούς συγγραφείς ως τον Hρόδοτο: Ο σημαντικότερος από τους λογογράφους ήταν ο Εκαταίος ο Mιλήσιος. 2. αυτός που στην αρχαιότητα ασχολούνταν επαγγελματικά με τη συγγραφή δικανικών λόγων: Ο Λυσίας ήταν ένας από τους σπουδαιότερους λογογράφους.

[λόγ. < αρχ. λογογράφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογοδιάρροια η [loγoδiária] Ο27 : υπερβολική, ακατάσχετη φλυαρία: Tον έπιασε ~ και δε σταμάτησε να μιλάει ούτε στιγμή.

[λόγ. < ελνστ. λογοδιάρροια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογοδίνομαι [loγoδínome] Ρ αόρ. λογοδόθηκα, απαρέμφ. λογοδοθεί, μππ. λογοδοσμένος : για ανεπίσημο αρραβώνα, που βασίζεται στον αμοιβαίο λόγο μεταξύ των οικογενειών του ζευγαριού: Λογοδόθηκαν προχτές στο σπίτι της νύφης. Δεν παντρεύτηκαν ακόμα, είναι λογοδοσμένοι.

[φρ. λόγο δίνω, -ομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογοδοσία η [loγoδosía] Ο25 : η έκθεση πεπραγμένων, η απόδοση λογαριασμών για πράξεις και ενέργειες (ιδ. για πρόσωπα που άσκησαν κάποια εξουσία ή διαχειρίστηκαν κτ. από υπεύθυνη θέση): Στη γενική συνέλευση θα γίνει η ~ του απερχόμενου διοικητικού συμβουλίου του σωματείου / του συλλόγου / της εταιρείας.

[λόγ. λογο(δοτώ) -δοσία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογοδοτώ [loγoδotó] Ρ10.9α : δίνω λόγο, αποδίδω λογαριασμό, απολογούμαι για πράξεις και ενέργειές μου (ιδ. για πρόσωπα που έχουν ασκήσει κάποια εξουσία ή διαχειρίστηκαν κτ. από υπεύθυνη θέση): Οι υπεύθυνοι θα λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη. Kάποτε θα λογοδοτήσει για τα εγκλήματά του.

[λόγ. < μσν. λογοδότ(ης) `που λογοδοτεί΄ < λογο- + -δότης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογοθεραπεία η [loγoθerapía] Ο25 : θεραπευτική μέθοδος για την αντιμετώπιση των διαταραχών ή της καθυστέρησης του λόγου, της άρθρωσης ή της ομιλίας.

[λόγ. λογο- + -θεραπεία μτφρδ. αγγλ. speech therapy]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογοθεραπευτής ο [loγoθerapeftís] Ο7 θηλ. λογοθεραπεύτρια [loγoθera péftria] Ο27 : ειδικός που ασχολείται με τη λογοθεραπεία.

[λόγ. λογο- + θεραπευτής μτφρδ. αγγλ. speech therapist· λόγ. λογοθεραπευ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες