Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογιστήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογιστήριο το [lojistírio] Ο42 : 1. τμήμα ιδιωτικής ή δημόσιας επιχείρησης ή άλλου οργανισμού, το οποίο ασχολείται με την τήρηση των λογιστικών βιβλίων: ~ εταιρείας / υπουργείου. Δημόσιο ~. Γενικό ~, η ανώτατη λογιστική υπηρεσία του κράτους. 2. γραφείο ή κτίριο στο οποίο στεγάζεται το λογιστήριο: Περάστε από το ~ να πληρωθείτε.

[λόγ. < αρχ. λογιστήριον `χώρος όπου συγκεντρώνονταν οι λογισταί΄ με αλλ. της σημ. κατά το λογιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες