Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογισμός ο [lojizmós] Ο17 : I. (μαθημ.) πράξη που εκτελείται για να βρεθεί το αποτέλεσμα του συνδυασμού πολλών αριθμών, υπολογισμός: Aλγεβρικός / διαφορικός* / απειροστικός* ~. ~ των μεταβολών / των παραγώγων. IIα. η σκέψη, το μυαλό: Ο νους κι ο ~. Xάνω το νου και το λογισμό μου. β. (φιλοσ.): Yπερβατικός* ~.

[I: λόγ. < αρχ. λογισμός `αριθμητικός υπολογισμός΄ & σημδ. γαλλ. calcul· IIα: αρχ. λογισμός· IIβ: λόγ. < αρχ. λογισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
λογισμός ο· λοϊσμός.
  • 1) Νους, μυαλό, λογικό:
    • (Ερωτόκρ. Γ́ 1305), (Φορτουν. Αφ. 30).
  • 2)
    • α) Σκέψη· συλλογισμός:
      • (Σπαν. (Μαυρ.) P 449), (Ερωτοπ. 196
    • β) σκέψη, γνώμη:
      • τότ’ ο σινιόρ Μερκούριος είπε τον λογισμόν του (Κορων., Μπούας 120
    • γ) τρόπος σκέψης:
      • μήπως κι αλλάξει ο λογισμός της νεότης σου (Δεφ., Λόγ. 47).
  • 3) Σκοπός, σχέδιο· πρόθεση:
    • οι Τούρκοι έχου λογισμό καστέλλι για να κάμου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24410· Πανώρ. Δ́ 87
    • έκφρ. εις λογισμόν = με σκοπό:
      • (Χρον. Μορ. P 5635).
  • 4) Έγνοια, στενοχώρια:
    • η ρήγισσα εγαστρώθη κι ο Ρήγας απ’ το λογισμό και βάρος ελυτρώθη (Ερωτόκρ. Ά 48).
  • 5) Φόβος:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 880).
  • 6) Διαίσθηση:
    • (Φορτουν. Γ́ 676).
  • 7) Αισθήσεις:
    • πίπτουσιν αναισθητούντες άμα. Αφότου εσυνέφερον κι οι δύο τον λογισμόν των … (Βέλθ. 1209· Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΒ́ 497).
  • 8) Αιτία, λόγος:
    • Περί των αντρογύνων οπού χωρίζουνται με κανέναν λογισμόν και εύλογον αιτία (Ασσίζ. 12327).
  • 9) Υπολογισμός, συμφέρον:
    • ειδέ και τύχει και έν’ κακή (ενν. η γυνή), ευγενική ή πλούσια, μη σε κομπώσει ο λογισμός (Σπαν. O 209).
  • Φρ.
  • 1)
  • α) Βάνω λογισμό, ‑ούς, βλ. βάνω I20β·
  • β) βάνω μες (εις) στο λογισμό κ., βλ. βάνω I20ι·
  • γ) βάνει κ. κάπ. σε λογισμό, βλ. βάνω I20ιγ·
  • δ) βάνει ο λογισμός κάπ., βλ. βάνω I20ιδ.
  • 2) Μετρώ τον λογισμό = κάνω το λογαριασμό, σκέφτομαι:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4479).
  • 3) Μου δίνει ο λογισμός = με φωτίζει το μυαλό μου:
    • (Ιμπ. (Legr.) 535).
  • 4) Μπαίνω σε λογισμό = μπαίνω σε συλλογή, σε σκοτούρα:
    • (Διγ. Esc. 75).

[αρχ. ουσ. λογισμός. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες